Λίγα λόγια για το ζήτημα των γυναικοκτονιών με αφορμή την δίκη Τοπαλούδη
Στις 15 Μαΐου έληξε η δίκη για την γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, της 21χρονης φοιτήτριας που βιάστηκε και δολοφονήθηκε δυο χρόνια πριν στην Ρόδο. Το δικαστήριο έκρινε τους δυο δράστες ομόφωνα ένοχους για βιασμό και ανθρωποκτονία και έτσι καταδικάστηκαν σε 15 χρόνια και ισόβια κάθειρξη, χωρίς ελαφρυντικά. Το όλο ζήτημα έλαβε μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ και απασχόλησε το δημόσιο λόγο, δίνοντας την ευκαιρία να ανοίξει το θέμα της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών με μαζικούς όρους. Μπορεί η όποια νομική δικαίωση να μην αναιρεί το θάνατο της Τοπαλούδη, ούτε βέβαια άλλων περιπτώσεων που έμειναν στην αφάνεια, όπως της Αγγελικής, της Γιαννούλας, των τριών μεταναστριών στον Έβρο και δεκάδων άλλων ανώνυμων θηλυκοτήτων, ωστόσο η μαζική παρουσία φεμινιστικών συλλογικότητων και οργανώσεων σε κάθε δικάσιμο, ήρθε να επιδράσει καθοριστικά στην έκβαση της δίκης. Από την αρχή της δίκης, με την αυξημένη διεκδικητικότητα και πολιτική αιτηματολογία που διατύπωσαν όπως «χωρίς συναίνεση είναι βιασμός» και «το προσωπικό είναι πολιτικό», προσπάθησαν να απεμπλέξουν τον βιασμό από την ιδιωτική σφαίρα και να αποδομήσουν το κυρίαρχο πατριαρχικό αφήγημα, ότι δηλαδή αποτελεί μεμονωμένο γεγονός που (ενδεχομένως) να προκάλεσε και το θύμα.
Ο τρόπος χειρισμού τέτοιων περιπτώσεων από το δικαστήριο καταδεικνύει γενικά τον τρόπο με τον οποίο η πατριαρχία διαπερνά και διαμορφώνει τα θεσμικά κείμενα και όργανα του κράτους δικαίου. Τα θύματα βιασμού εξετάζονται για την «συμπεριφορά» τους, πχ αν υπήρξε αντίσταση, αν «έδινε δικαιώματα», αν «ντυνόταν προκλητικά». Έτσι, στα ΜΜΕ στήθηκε ένα άτυπο δικαστήριο όσο έρχονταν στο φως πληροφορίες για την ζωή της Τοπαλούδη. Το «αστυνομικό ρεπορτάζ» βάλθηκε να αναζητά πληροφορίες για την ζωή της φοιτήτριας καθώς και των δυο κακοποιητών της. Μέσα στην λασπολογία και την δυσφήμιση της Ελένης, ένα είναι σίγουρο: οι κακοποιητές μπορεί να προέρχονται από οποιαδήποτε τάξη, φυλή ή έθνος. Δεν είναι «καλά» ή «κακά παιδιά». Είναι άντρες καθημερινοί που αγνοούν – ή εκμεταλλεύονται – την προνομιακή τους θέση στη σημερινή πατριαρχική κοινωνία και εντάσσονται στα πρότυπα της τοξικής αρρενωπότητας. Ετσι, η απουσία συναίνεσης θα έπρεπε να αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση για τον ορισμό του βιασμού και επομένως ένα ιδεολογικό αφήγημα που αφαιρεί από γυναίκες παντρεμένες ή σε σχέση, από γυναίκες «προκλητικές» και «ελευθέρων ηθών» τη δυνατότητα συναίνεσης, άρα και τη σεξουαλική τους ελευθερία, είναι μία ακόμη προσπάθεια στοχοποίησης των θυμάτων και επιζησωσών έμφυλης βίας, καθώς και ελέγχου των θηλυκοτήτων.
Ο ποινικός κώδικας αλλά και οι πρακτικές των συνήγορων υπεράσπισης των βιαστών και κακοποιητών στα δικαστήρια στην κατεύθυνση της ενοχοποίησης του θύματος, αντανακλούν τις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας. Η θετική εξέλιξη της εισαγωγής της απουσίας συναίνεσης στον ορισμό του βιασμού κατά τον Ποινικό Κώδικα το 2019 σημειώθηκε λόγω των κινητοποιήσεων ενός μαζικού, διεκδικητικού φεμινιστικού κινήματος, ενώ η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχικά καταθέσει έναν ορισμό ο οποίος ήταν χειρότερος ακόμα και από τον μέχρι τότε υφιστάμενο. Είναι επίσης ενδεικτική η τραυματική εμπειρία που υφίστανται όσες επιβιώσουν και τελικά καταγγείλουν το γεγονός στο δικαστήριο, εφόσον αναγκάζονται να αναβιώσουν το γεγονός και πολλές φορές να βλέπουν την ατιμωρησία του κακοποιητή τους. Επιπλέον, το δικαίωμα στην αυτοάμυνα δεν αναγνωρίζεται νομικά και επομένως βρίσκεται στην ευχέρεια του δικαστηρίου αν θα αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Από αυτή την άποψη, η δίκη της Τοπαλούδη είχε την ιδιαιτερότητα της θεσμικής υποστήριξης από την εισαγγελέα. Δυστυχώς όμως για άλλη μία φορά αναδεικνύεται η τραγική πραγματικότητα πως για να δικαιωθεί ένα θύμα βιασμού, πρέπει να μην έχει επιβιώσει, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις που ο βιασμός τιμωρείται δικαστικά το θύμα έχει δολοφονηθεί.
Η αστική δικαιοσύνη γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν είναι αμερόληπτη, όπως παρουσιάζεται. Αντιθέτως είναι ταξικά και πατριαρχικά φορτισμένη, και συνεπώς σε ό,τι αφορά την έμφυλη βία η καταδίκη των δραστών αποτελεί εξαίρεση και συνήθως συμβαίνει σε περιπτώσεις που το θύμα δολοφονείται κιόλας ή ο δράστης προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά και ταξικά στρώματα, είναι μετανάστης κλπ. Αναγνωρίζουμε πως η μάχη ενάντια στην πατριαρχία δεν κρίνεται στις δικαστικές αίθουσες και πως το υπάρχον “σωφρονιστικό” σύστημα κάθε άλλο παρά στο “σωφρονισμό” δε στοχεύει. Ωστόσο όταν βλέπουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι υπόθεσεις έμφυλης βίας στα αστικά δικαστήρια δε μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ως ηθική νίκη την καταδίκη των βιαστών και γυναικοκτόνων. Έτσι η δίκη για το βιασμό και τη γυναικοκτονία Τοπαλούδη αποτελεί μια σημαντική νίκη για το φεμινιστικό κίνημα, το οποίο τα τελευταία χρόνια ριζοσπαστικοποιείται και πολιτικοποιείται με γοργούς ρυθμούς. Ο αυξανόμενος αριθμός των γυναικτονιών αναδεικνύει με τον χειρότερο τρόπο το εξουσιαστικό πλαίσιο σχέσεων που αναπτύσσονται στην πατριαρχία, όπου οι θηλυκότητες καταπιέζονται και πολλές φορές εξουδετερώνονται.
Στις 21 Οκτωβρίου, δυο χρόνια μετά το λιντσάρισμα της Zackie στην Ομόνοια θα συνεχιστεί η δίκη και το αλληλέγγυο, φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα θα κληθεί να υπερασπιστεί την μνήμη άλλης μια δολοφονημένης. Και μάλιστα στο πλευρό των φεμινιστικών συλλογικοτήτων θέλουμε να βρεθούν ταξικά σωματεία, σύλλογοι, συλλογικότητες του κινήματος, σε έναν πραγματικά διαθεματικό αγώνα για να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα της τάξης μας λόγω έμφυλης βίας, λόγω φασισμού, λόγω ρατσισμού, ομοφοβίας, τρανσφοβίας.
Να αναγνωριστεί εδώ και τώρα νομικά η γυναικοκτονία και το δικαίωμα στην γυναικεία αυτοάμυνα.
Καμία ανοχή απέναντι στην κουλτούρα του βιασμού και τον σεξισμό.